Από τις ιστορίες του κυρίου Αγησίλαου

Το κυλικείο του σχολείου το είχε μια καλοσυνάτη γυναικούλα, η Αντιγόνη. Όλα τα παιδάκια βέβαια, την φωνάζανε “θεία”.
-Θεία, με δίν’ς ένα κ’λούρ’;
-Θεία, πόσου κάν’ του ρίζα;
“Ρίζα”. Έβλεπε το “pizza” πάνω στο σακουλάκι με τα γαριδάκια και το διάβαζε ρίζα….
Μια μέρα, ο διευθυντής του σχολείου την φώναξε με το όνομά της. Δηλαδή έτσι νόμιζε, αλλά χρησιμοποίησε άλλο όνομα! Ποιος ξέρει γιατί, ίσως μπερδεύτηκε, ίσως είχε άλλη στο κεφάλι του, ήταν γενικά κι από τους τύπους που αφηγούνται πώς πιάσανε ένα ροφό δέκα κιλών ενώ δεν ξέρουν ούτε να δολώνουν πετονιά, πολύ δεν ήθελε!
Τ’ άκουσαν το όνομα οι πιτσιρικάδες που περιμέναν ουρά. Χαλούσαν τον κόσμο πιο πριν, αλλά μόλις μπήκε “ο κύριος” άχνα δεν βγάζανε. Τ’ αρπάξανε το όνομα λοιπόν και το βάλανε κατευθείαν στο λεξιλόγιο. Η θεία έγινε επώνυμη!
Έρχεται μια μέρα ο άντρας της Αντιγόνης, ο Βασίλης, από το σχολείο να την πάρει να πάνε σπίτι. Είχε κανά εικοσάλεπτο να κλείσει το σχολείο, τί να κάνει ο άνθρωπος, κάθισε να πιει ένα καφέ και περίμενε να σχολάσει η γυναίκα του. Δεν πρόλαβε να τραβήξει μια ρουφηξιά και έσκασε μύτη ένας μπόμπιρας να πάρει μια τσίχλα.
Άκουσε ο Βασίλης πώς την φώναξε ο μικρός, συλλογίστηκε, άναψε τσιγάρο. Την ρώτησε:
-Γιατί ο πιτσιρικάς σε φώναξε Ελπίδα;

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.