Από τις ιστορίες του κυρίου Αγησίλαου

Μια φορά ήταν ένας αρλεκίνος. Στεκόταν στην πλατεία της μικρής πολιτείας, με το βαμμένο πρόσωπό του και τη στολή του και έκανε παντομίμα, χόρευε, έκανε ταχυδακτυλουργίες και ακροβατικά. Τα παιδιά διασκέδαζαν μαζί του πολύ, γελούσαν και χαιρόντουσαν και οι μεγάλοι θαύμαζαν το ταλέντο του. Στο μυτερό καπέλο του μάζευε μετά από κάθε νούμερο ό,τι πρόσφερε ο καθένας. Έτσι περνούσε τις μέρες του, διασκεδάζοντας τον λαό και ζώντας από τον λαό.
Μια μέρα τον είδε ο άρχοντας της πολιτείας. Διασκέδασε τόσο πολύ που του πρόσφερε να τον πάρει στο μέγαρό του για να τον διασκεδάζει καθημερινά, κι ο αρλεκίνος δέχτηκε.
Έτσι λοιπόν, την επόμενη μέρα, ο αρλεκίνος ξύπνησε, πλύθηκε, ντύθηκε, έφαγε, ξεκουράστηκε και είδε πώς ζουν οι άρχοντες.
Το βράδυ όταν γύρισε ο άρχοντας στο μέγαρό του, ζήτησε να έρθει ο αρλεκίνος να τον διασκεδάσει. Την ώρα που έτρωγε λοιπόν, συνοφρυωμένος από τις υποθέσεις της μέρας που πέρασε, κατέφτασε ο αρλεκίνος, βαμμένος, στην πολύχρωμη στολή του και με το μυτερό του καπέλο στο κεφάλι. Ο άρχοντας του ζήτησε να τον διασκεδάσει.
Όμως αυτός έμεινε σιωπηλός κι ακίνητος. Δεν μπορούσε πια να προσφέρει διασκέδαση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.